Κατά την περιγραφή των επιμέρους εγκλημάτων στον Ποινικό Κώδικα χρησιμοποιούνται οι όροι όποιος π.χ. «αφαιρεί», «σκοτώνει», «καταρτίζει πλαστό έγγραφο» χρησιμοποιούνται δηλαδή εκφράσεις που υποδηλώνουν ότι ο νομοθέτης στο ειδικό μέρος του Ποινικού Κώδικα αντιλαμβάνεται το έγκλημα ώς έργο ενός ανθρώπου.
Όπως όμως κάθε ανθρώπινη πράξη έτσι και το έγκλημα δύναται να είναι είτε το έργο ενός και μόνο ανθρώπου (μοναυτουργία) είτε το προϊόν της συμβολής συγκλίνουσας δράσεως περισσοτέρων ανθρώπων (συμμετοχή εις το έγκλημα εν ευρεία εννοία)1 με συνέπεια ο Ποινικός Κώδικας να περιλαμβάνει σε ειδικό κεφάλαιο περί συμμετοχής (άρθρα 45-49) διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζει το φαινόμενο συμπράξεως περισσοτέρων ατόμων.
Σε συγγενείς με την ελληνική νομοθεσίες και στην επιστήμη διατυπώθηκαν κατά βάση δύο συστήματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της συμπράξεως κατά την πραγμάτωση του εγκλήματος: το σύστημα της ευρείας ή ενιαίας έννοιας του αυτουργού2 σύμφωνα με το οποίο κάθε αιτιώδης συμβολή στην πραγμάτωση του εγκλήματος συνιστά αυτουργία, οπότε όλοι οι κατά οποιονδήποτε τρόπο συμπράττοντες είναι αυτουργοί, διαφοροποιούμενοι ως προς την ποινή ανάλογα με το βαθμό της αιτιώδους συμβολής τους, και το σύστημα της στενής έννοιας του αυτουργού, σύμφωνα με το οποίο αυτουργός είναι μόνο όποιος πραγματώνει ο ίδιος (ή μέσω άλλου) ολόκληρη ή ένα μέρος από την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οπότε για τους λοιπούς συμπράττοντες ισχύουν ειδικές διατάξεις περί συμμετοχής που εξειδικεύουν τους τρόπους συμπράξεως στο έγκλημα.
Όταν ισχύει το πρώτο σύστημα οι τυχόν περί συμμετοχής διατάξεις ενεργούν ως λόγοι που περιορίζουν το αξιόποινο της ευρείας έννοιας του αυτουργού, όταν ισχύει το δεύτερο σύστημα οι διατάξεις περί συμμετοχής διευρύνουν το αξιόποινο της στενής έννοιας του αυτουργού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση όμως οι μορφές συμμετοχής στο έγκλημα έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα έναντι της αυτουργίας, δηλαδή εξαρτώνται από την ύπαρξη αυτουργίας και ακολουθούν υπό ορισμένες απόψεις την τύχη της (αρχή της εξαρτήσεως).
Ο Ποινικός Κώδικας εξ αρχής υϊοθέτησε σύμφωνα και με την τάση που επεκράτησε κυρίως στo γαλλικό code penal (άρθρο 59, 60) από όπου παραλήφθηκε στην συνέχεια από τον πρωσσικό ποινικό κώδικα του 1851 (άρθρα 34,35) και στην γερμανική (άρθρο 25 StGB) νομοθεσία το σύστημα της στενής έννοιας του αυτουργού και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής. Το δυαδικό σύστημα διάκρισης μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής αποτελεί το προϊον μιας μακράς πορείας αναζήτησης , την οποία χαρακτηρίζουν όλα σχεδόν τα γενικότερα φιλοσοφικά ρεύματα , που γεννήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τη δύση του μεσαίωνα. Σε όλη αυτή τη διανοητική προσπάθεια επιχειρήθηκαν διακρίσεις και προτάθηκαν έννοιες που είτε πλησιάζουν είτε απομακρύνονται από αυτές που η ποινική δογματική έχει σήμερα καθιερώσει και στις οποίες φαίνεται χαρακτηριστικά η τάση της επιστήμης να ξεφύγει από την ισοπεδωτική λογική της ίσης αντιμετώπισης όλων των συμπραττόντων στο έγκλημα και να αναζητήσει την ουσία των πραγμάτων , τη διαφορετική κοινωνική διάσταση και σημασία αυτών3.
Σύμφωνα με το σύστημα που υϊοθετήθηκε από τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα το κριτήριο για την ύπαρξη της αυτουργίας είναι η τέλεση από τον δράστη της αξιόποινης πράξης που περιγράφεται στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ ως πράξη τελέσεως του εγκλήματος και κάτω από τον τίτλο συμμετοχή
περιλαμβάνονται : η συναυτουργία (άρθρο 45 ΠΚ), η ηθική αυτουργία (άρθρο 46 παρ. 1 α΄ ΠΚ), η άμεση συνέργεια (άρθρο 46 παρ. 1β΄ ΠΚ), η πρόκληση του agent provocateur (άρθρο 46 παρ.2 ΠΚ) και η απλή συνέργεια (άρθρο 47 ΠΚ).
Υπό το κράτος του ισχύοντος συστήματος της στενής εννοίας του αυτουργού και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής ανακύπτουν ωστόσο δύο βασικά ερωτήματα: α) ποιό θα είναι το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής και β) ποιός είναι ο βαθμός εξαρτήσεως της συμμετοχής από τη φυσική αυτουργία, στο μέτρο που γίνεται δεκτός ο βοηθητικός χαρακτήρας της πρώτης απέναντι στη δεύτερη.
Σχετικά με το κριτήριο διάκρισης μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής διατυπώθηκαν δύο θεωρητικές κατασκευές, μία υποκειμενική και μία αντικειμενική, με παραλλαγές στο πλαίσιο της κάθε μίας4.
Οι υποκειμενικές θεωρίες τοποθετούν το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής στην ψυχική στάση του δράστη απέναντι στο έγκλημα , έτσι ώστε αυτουργός να θεωρείται όποιος ενεργεί θέλοντας το έγκλημα ως έργο δικό του (animus auctoris), ενώ συμμέτοχος θεωρείται
εκείνος που θέλει να συμμετάσχει στην πράξη άλλου (animus socii).Οι υποκειμενικές θεωρίες επίσης δέχονται ότι τα όρια ανάμεσα στην φυσική αυτουργία και στη συμμετοχή δεν μπορεί να έχουν αντικειμενικό , αλλά μόνο υποκειμενικό χαρακτήρα και λόγω της εμφανούς αοριστίας και αβεβαιότητας του κριτηρίου που χρησιμοποιούν οδήγησαν κατά καιρούς σε ακραίες καταστάσεις , όπως προκύπτει από παλαιότερη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού, στην οποία επεκράτησαν. Έτσι σημειώθηκαν νομολογιακές περιπτώσεις , όπου πχ. δράστης που πραγμάτωσε ιδιοχείρως με πλήρη δόλο το έγκλημα θεωρήθηκε συνεργός λόγω της υποκειμενικής στάσης του απέναντι σε αυτό5. Οι υποκειμενικές θεωρίες στην αμιγή τους μορφή έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί. Αντίθετα οι αντικειμενικές θεωρίες αναζητούν αντικειμενικό κριτήριο διακρίσεως και διακρίνονται στην λεγόμενη τυπική – αντικειμενική θεωρία, και στην ουσιαστική – αντικειμενική θεωρία.
Η πρώτη χρησιμοποιεί ως κριτήριο διακρίσεως την τυπική περιγραφή της πράξης τελέσεως του εγκλήματος, ξεκινά δε από την αυτονόητη και νομικά απόλυτα σωστή εξίσωση «αυτουργία = πράξη αντικειμενικής υπόστασης», που έχει την ίδια συστηματική θεώρητική αφετηρία με την εξίσωση
«απόπειρα = πράξη αντικειμενικής υπόστασης». Μειονέκτημα ωστόσο της ως άνω θεωρίας αποτελεί ότι παραγνωρίζει την ουσιαστική βαρύτητα της συμβολής του καθένα από αυτούς που συμπράττουν στην τέλεση ενός εγκλήματος , περιοριζόμενη στο τυπικό και καμμία φορά τυχαίο δεδομένο της
αντιστοιχίας ή μη της συμπεριφοράς προς την τυποποιημένη στο νόμο αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ως προς τούτο θα πρέπει να συμπληρωθεί με την απαραίτητη διόρθωση της αιτιότητας στη σχέση ενέργειας – αποτελέσματος και την παραδοχή της πράξης ως έννοιας που
περιέχει τόσο την ενέργεια όσο και το αποτέλεσμα6.
Η δεύτερη προσπάθησε να συμπληρώσει την τυπική αντικειμενική θεωρία, διευρύνοντας τον κύκλο των αυτουργών με τη χρησιμοποίηση αντικειμενικών αλλά όχι αποκλειστικά τυπικών κριτηρίων, όπως το βαθμό επικινδυνότητας της δράσης ή το βαθμό ή της αμεσότητα της αιτιώδους συμβολής εκάστου των συμμετόχων.
Σαφέστερη και πρακτικά πλέον εφαρμόσιμη θεωρήθηκε η τυπική – αντικειμενική θεωρία ακριβώς λόγω του τυπικού κριτηρίου διακρίσεως που χρησιμοποιεί, δηλαδή του κριτηρίου της πράξης τελέσεως του εγκλήματος, όπως περιγράφεται στην οικεία αντικειμενική υπόσταση.
Ωστόσο και κατά της θεωρίας αυτής έχουν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις7 καθώς το κριτήριο της πράξης τελέσεως λειτουργεί ικανοποιητικά στα τυπικά εγκλήματα ή εγκλήματα συμπεριφοράς , όπου η πράξη αυτή περιγράφεται στο νόμο δεν ευστοχεί όμως στα ουσιαστικά εγκλήματα ή εγκλήματα αποτελέσματος όπου περιγράφεται μόνο το αποτέλεσμα (π.χ. ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη κ.λ.π.). Το ότι κατά την τυπική – αντικειμενική θεωρία θεωρείται αυτουργός ανθρωποκτονίας , δηλ. ότι «σκότωσε» , μόνο εκείνος που πίεσε την σκανδάλη του όπλου και όχι και εκείνος που υποβάσταζε το χέρι του πυροβολούντος, παρόλο που και αυτός ο τελευταίος προκάλεσε το αποτέλεσμα του θανάτου , προκύπτει από την αναδρομή όχι σε τυπικά κριτήρια αλλά σε εξωνομικά στοιχεία , όπως το αίσθημα δικαίου, η φυσική αντίληψη των πραγμάτων , η συνήθως γλωσσική έκφραση, η εντύπωση που προκαλείται κ.ο.κ. Στο σημείο αυτό η τυπική – αντικειμενική θεωρία αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα που προσομοιάζουν με αυτά της διακρίσεως μεταξύ απόπειρας και προπαρασκευαστικών πράξεων.
Εξάλλου, ακριβώς επειδή η ανθρώπινη δράση δεν είναι πάντα τυποποιημένη σύμφωνα με τους τυπικούς κανόνες , η τυπική – αντικειμενική θεωρία δεν μπορεί να δώσει λύσεις σε σοβαρές περιπτώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς, όπου για τον επιχειρούντα την υλική πράξη τελέσεως του εγκλήματος η πράξη δεν είναι άδικη, είτε διότι δεν πληρούται στο πρόσωπό του η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε διότι συντρέχει λόγος που αίρει τον άδικο χαρακτήρα, οπότε αυτός δεν μπορεί να είναι αυτουργός, πλην όμως όπισθεν αυτού υπάρχει ο πραγματικός δράστης που χωρίς να δρα ιδιοχείρως κατευθύνει την πράξη και διαθέτει στο πρόσωπό του τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία. Πρόκειται κατά κανόνα για τις περιπτώσεις της καλούμενης έμμεσης αυτουργία, μορφής η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με την τυπική – αντικειμενική θεωρία, αφού χαρακτηριστικό της είναι ότι ο έμμεσος αυτουργός δεν επιχειρεί ο ίδιος την πράξη τελέσεως του εγκλήματος.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται π.χ. οι περιπτώσεις των γνησίων ιδιαιτέρων εγκλημάτων (ψευδής βεβαίωση, παράβαση καθήκοντος κ.ο.κ.) , όπου ενδέχεται ο μη έχων την ιδιαίτερη ιδιότητα (extraneus), να εκτελεί την πράξη για λογαριασμό του έχοντος την ιδιότητα αυτή (intraneus). Aνάλογη είναι και η εξειδικευμένη περίπτωση της αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμού, φθοράς των ιδίων πραγμάτων από δράστη , ο οποίος δεν ελέγχει βουλητικά τις πράξεις του και τελεί κάτω από την εξουσιαστική ψυχική επιρροή άλλου. Επίσης εδώ εμπίπτουν και οι περιπτώσεις όπου η πράξη του δράστη καλύπτεται από λόγο αίροντα τον άδικο χαρακτήρα (προσταγή , άμυνα, κατάσταση ανάγκης), ενώ δεν συντρέχει τέτοιος λόγος στο πρόσωπο του κατευθύνοντος την πράξη, ο οποίος ενδέχεται και να έχει δημιουργήσει την κατάσταση αυτή.
Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η ανεπάρκεια της τυπικής – αντικειμενικής θεωρίας και για την κάλυψη περιπτώσεων (συν) αυτουργίας , χαρακτηριστικό των οποίων είναι η «κατανομή ρόλων» ή η «κατανομή εργασίας» μεταξύ των συμπραττόντων. Η τυπική – αντικειμενική θεωρία δεν μπορεί να συλλάβει ως αυτουργό των αρχηγό της «σπείρας» , ο οποίος συλλαμβάνει, σχεδιάζει και βήμα προς βήμα κατευθύνει την εγκληματική δράση (λαθρεμπορία, κλοπή, παραχάραξη κ.λ.π.) των συνεργατών του που μόνοι αυτοί αποτελούν κατά κυριολεξία την πράξη τελέσεως του εγκλήματος , όπως περιγράφεται στο νόμο. Το ίδιο συμβαίνει π.χ. και στην περίπτωση όπου με κοινό δόλο ανθρωποκτονίας ή κλοπής ο Α κρατεί το θύμα, αλλά μόνο ο Β καταφέρει το θανατηφόρο πλήγμα ή ο Α με τους ώμους του χρησιμεύει ως στήριγμα για να αναρριχηθεί ο Β και να αφαιρέσει ξένα πράγματα. Στις περιπτώσεις αυτές ο Α ακόμη και αν είναι ο ιθύνων νους του εγχειρήματος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυτουργός ανθρωποκτονίας ή κλοπής χωρίς να εγκαταλειφθεί το τυπικό – αντικειμενικό κριτήριο.
Οι αδυναμίες των παραπάνω θεωριών οδήγησαν τη γερμανική επιστήμη να διαμορφώσει μια νέα ουσιαστική θεωρία διακρίσεως , την θεωρία της «κυριαρχίας επί της πράξεως8». Σύμφωνα με αυτήν την μικτή θεωρία αυτουργός είναι εκείνος που «κυριαρχεί» επί του εγκληματικού συμβάντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εκτύλιξή του να βρισκεται «στα χέρια του». Τέτοια κυριαρχία υπάρχει όμως όχι μόνο όταν ο δράστης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος , δηλ. τελεί ιδιοχείρως την πράξη με τον απαραίτητο δόλο, αλλά και όταν χρησιμοποιεί άλλον, ο οποίος ενεργεί ως όργανο κυριαρχούμενο από αυτόν9.
Στην ελληνική ποινική νομοθεσία και επιστήμη οι υποκειμενικές θεωρίες δεν βρήκαν υποστηρικτές. Το αντικειμενικό κριτήριο διακρίσεως επεκράτησε τόσο στο προϊσχύσαν δίκαιο όσο και στον Ποινικό Κώδικα και ενώ ο Ποινικός Νόμος ακολούθησε καταρχήν την ευρεία έννοια του αυτουργού και η επιστήμη την ουσιαστική αντικειμενική θεωρία της αιτιότητας, εν τούτοις ήδη από τότε σημειώθηκε βαθμιαία μετατόπιση προς την στενή έννοια του αυτουργού και την τυπική – αντικειμενική θεωρία , τις οποίες και τελικά υιοθέτησε ο Ποινικός Κώδικας. Η στάση αυτή του Ποινικού Κώδικα συνάγεται από την περιγραφή της συναυτουργίας (αρθρ. 45 ΠΚ) που περιγράφεται ως πράξη «τελέσεως» αξιοποίνου πράξεως , από την σαφή διαμόρφωση της ηθικής αυτουργίας και συνέργειας ως εξηρτημένων μορφών δράσης που προϋποθέτουν την αυτουργία, αλλά και από ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις , που αποβλέπουν στο να περιστείλουν τις ήδη προπεριγραφείσες δυσμενείς πρακτικες συνέπειες της αμιγώς τυπικής – αντικειμενικής θεωρίας.
Πιο συγκεκριμένα ο αυτουργός κατά τον Ποινικό Κώδικα δεν περιγράφεται με γενική διάταξη, αλλά προκύπτει από την εκάστοτε περιγραφή του εγκλήματος. Είναι ο «όποιος» των διατάξεων του Ειδικού Μέρους. Άρα αυτουργός είναι εκείνος που επιχειρεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη τελέσεως του εγκλήματος, δηλ. την πράξη πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως.
Εν τούτοις ποιά συμπεριφορά και από ποίου σημείου αποτελεί μέρος της πράξης τελέσεως του εγκλήματος είναι δυσχερές να απαντηθεί με σαφήνεια και μάλιστα χωρίς να ληφθεί υπόψιν το εγκληματικό σχέδιο και η συναφής προς αυτό υποκειμενική στάση. Πρόκειται για την ίδια προβληματική που ανακύπτει και στο συναφές θέμα της αρχής τελέσεως του εγκλήματος επί αποπείρας. Έτσι π.χ. είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ (συν)αυτουργίας και συνέργειας στην περίπτωση της οικιακής βοηθού που σε συνεννόηση με τον κλέφτη του ανοίγει την πόρτα του σπιτιού, εν συνεχεία του αποκαλύπτει τον συνδυασμό απασφαλίσεως του χρηματοκιβωτίου και τέλος τον βοηθά και στο άνοιγμα του τελευταίου, απ’ όπου αυτός μόνο αφαιρεί τα κοσμήματα. Σύμφωνα με την τυπική – αντικειμενική θεωρία θα πρέπει να θεωρηθεί η οικιακή βοηθός ως συναυτουργός μόνο αν προχωρήσει και στην τελευταία σύμπραξη.
Για την υπέρβαση των δυσκολιών αυτών της τυπικής – αντικειμενικής θεωρίας10 χρησιμεύει ως διέξοδος η μορφή της αμέσου συνέργειας στην οποία υπάγονται περιπτώσεις της αυτής ουσιαστικά βαρύτητας με τη συμβολή του συναυτουργού του εγκλήματος, οι οποίες όμως λόγω της υϊοθετήσεως των κριτηρίων της τυπικής – αντικειμενικής θεωρίας, δεν δύναται να χαρακτηρισθούν ως πράξεις συναυτουργία 11.
Παρακάτω θα διατυπωθεί η έννοια της άμεσης συνέργειας η οποία σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.1 περ.β’ ΠΚ τιμωρείται με την ποινή της αυτουργίας και κατόπιν της απλής συνέργειας η οποία σύμφωνα με το άρθρο 47 ΠΚ τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, εκτός από τις περιπτώσεις που υπάγονται στην παρ.2 του άρθρ. 47 ΠΚ.
1) Για τις θεωρίες σχετικά με τη συμμετοχή , εκτός από τα γενικά έργα του Ποινικού Δικαίου βλ. τις μονογραφίες των : Η.Γαφου, Η συμμετοχή εις το έγκλημα 1937, σελ.198 επ., Ά.Ψαρούδα – Μπενάκη, Taterschaft und Teilnahme nach deutshem und griechischem Strafrecht, Βόννη 1961, Α.Χαραλαμπάκη,
Η έμμεση αυτουργία,1988, σελ. 191 επ., Ν.Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 43 επ.,Dietz, Taterschaft und Teilnahme im auslandischen Strafrecht, 1957, C.Roxin, Taterschaft und Tatherrshaft, 3, έκδοση 1975, 7-10, R.D.Herzberg, Taterschaft und Teilnahme, 1977, σελ. 4
2) Σύστημα που έκανε πιο αισθητή την παρουσία του στο προσκήνιο της επιστημονικής αναζήτησης, ιδίως όταν εκτός από τα σκανδυναυϊκά δίκαια (ΝορβΠΚ του 1902, ΔανΠΚ του 1930, ΙσλανδΠΚ του 1940, ΣουηδΠΚ του 1948 και 1962) υϊοθετήθηκε και από τον Ιταλικό Ποινικό Κώδικα του 1930 στο άρθρο 110 όπου : «οσάκις πλείονα πρόσωπα συμμετέσχον εις το αυτό έγκλημα έκαστον τούτων υπόκειται εις την ποινήν την προβλεπομένην δια το ειρημένον έγκλημα », από τον Αυστριακό Ποινικό Κώδικα αλλά και από τον προϊσχύσα Ελληνικό Ποινικό Νόμο (άρθρο 56) κατά το πρότυπο της βαυαρικής νομοθεσίας και της διδασκαλίας του Feuerbach.
3) Βλ. Ν.Μπιτζιλέκη , Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 29 επ.
4) Βλ. Ν.Χωραφά, Ποινικόν Δικαιον, 1978, σελ. 331 επ., Α. Κατσαντώνη, Ποινικό Δίκαιο Α ΙΙ , 65 επ., Ι.Μανωλεδάκη, Επιτομή γενικού μέρους, 1992, σελ. 368 επ., αρ.570-577.
5) Βλ. RGSt 74,84 (γνωστή ως «περίπτωση της μπανιέρας» – «Βadewannenfall» )και BGHSt 18,87 (γνωστή ως «περίπτωση Stachynskij» – « Stachynskij – Fall»).
6) Βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Επιτομή γενικού μέρους, 1992, σελ. 373 επ., αρ.578,579,580.
7) Βλ. A.Ψαρούδα-Μπενάκη, Η υπό του ελληνικού Ποινικού Κώδικος και της επιστήμης αντιμετώπισης των προβλημάτων της συμμετοχής εις το έγκλημα, ΠοινΧρ, σελ. 113 επ., Α.Χαραλαμπάκη, Έμμεση αυτουργία σελ. 197 επ.
8) Η θεωρία της «κυριαρχίας πάνω στην πράξη» καθιερώθηκε νομοθετικά με την μεταρρύθμιση του γερμανικού Ποινικού Κώδικα(1.1.1975) που προβλέπει ρητά την έμμεση αυτουργία (άρθ. 25 παρ.1) όπου «ως αυτουργός τιμωρείται , όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη ο ίδιος ή δι’ ενός άλλου»
9) Πρόκειται για τον «άνθρωπο πίσω από το δράστη» ή για τον «άνθρωπο πίσω από την πράξη» (Hintermann).
10) Επιφυλάξεις απέναντι στην σχετική θεωρία διατύπωσε η A.Ψαρούδα-Μπενάκη – στην γερμανική διατριβή της «Taterschaft und Teilnahme nach deutshem und grechishem Recht» αλλά και σε σχετικές δημοσιεύσεις στα ΠοινΧρ. Η’ σελ. 572, ΠοινΧρ. ΙΑ’ σελ. 113 επ. , ΠοινΧρ. ΙΕ’ σελ.318 επ. – η οποία επέρριψε στην τυπική – αντικειμενική θεωρία το ότι αυτή οδηγεί σε συστηματικά «χωλαίνοντα» αποτελέσματα, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται «ανεπαρκής» να συλλάβει την συμμετοχική εγκληματική δράση στο σύνολό της τονίζοντας και την ανάγκη να γίνει «ένα βήμα προς μία νέα ουσιαστική θεώρηση του φαινομένου της συμμετοχής στο έγκλημα».
11) Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, γ΄, 1986, σελ. 200 όπου : «Άμεσος συνεργός είναι κατ’ ουσίαν εις συναυτουργός , όστις , καίτοι συμπράττει ισοτίμως ή και υπερόχως , δεν εκτελεί ωστόσον ούτε εν μέρει την πράξιν της αντικειμενικής υποστάσεως» , επίσης την 367/1995 (Βουλ.) Πλημ.Ηρακλείου, ΠοινΧρ. ΜΣΤ΄ σελ. 707 επ. όπου «Άμεσος συνεργός είναι στην πραγματικότητα κατ’ ουσία συναυτουργός , ο οποίος , αν και συμπράττει ισοτίμως δεν εκτελεί ωστόσο ούτε εν μέρει την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης. Κατά κανόνα η άμεση συνέργεια προϋποθέτει τυπική παρουσία και σύμπραξη στο χώρο της κυρίας πράξεως»